Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ὀφειλόμενα

См. также в других словарях:

  • ὀφειλόμενα — ὀφείλω IG pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλομένας — ὀφειλομένᾱς , ὀφείλω IG pres part mp fem acc pl ὀφειλομένᾱς , ὀφείλω IG pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλομέναν — ὀφειλομένᾱν , ὀφείλω IG pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλόμεν' — ὀφειλόμενα , ὀφείλω IG pres part mp neut nom/voc/acc pl ὀφειλόμενε , ὀφείλω IG pres part mp masc voc sg ὀφειλόμεναι , ὀφείλω IG pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • служу — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. нахожусь в рабстве, прислуживаю. Должная послужим (τὰ… …   Словарь церковнославянского языка

  • SOTER — I. SOTER Graece Σωτηρ, ita magnum, teste Cicerone Orat. 7. seu Act. 4. Verr. ut Latinô verbo exprimi non possu; Is est nimirum Soter, qui salutem dedit. Nempe ut censer Becmannus de Origin. L. L. in voce Iuppiter: servivit causae suae (Tullius,)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

  • καθαροποιώ — καθαροποιῶ, έω (AM) καθαρίζω αρχ. 1. ξεφλουδίζω 2. πάπ. πληρώνω τα οφειλόμενα και έτσι απαλλάσσω μια ιδιοκτησία από ενυπόθηκα βάρη, εκκαθαρίζω λογαριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιλαρο ποιώ, ισχυρο ποιώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»